- κάρτρα
- κάρτρα, τὰ (Α)κάρθρα*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρ-τρον (< θ. καρ, συνεσταλμένη μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας κερ- τού κείρω, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ-κάρ-ην, + επίθημα -τρον (πρβλ. άρο-τρον, θέρε-τρον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κείρω — (ΑΜ κείρω, Α ιων. τ. κερέω) κόβω τα μαλλιά, κουρεύω μσν. συλλέγω, μαζεύω αρχ. 1. ξυρίζω, κόβω τις τρίχες σύρριζα 2. (σε μεγάλο πένθος) κόβω τα μαλλιά μου για να εκδηλώσω τη θλίψη μου 3. ληστεύω, αρπάζω 4. αποκόπτω, αποτέμνω 5. δρέπω 6. ερημώνω… … Dictionary of Greek